Επίσχεση ούρων ονομάζεται η αδυναμία κένωσης της κύστης. Διακρίνεται σε οξεία (τέλεια) και χρόνια (ατελή). Οι δύο αυτές καταστάσεις έχουν διαφορετική κλινική εικόνα. Στην οξεία επίσχεση ο ασθενής αισθάνεται έντονη επιθυμία για ούρηση και αγωνιώδη πόνο στην υπερηβική περιοχή, ενώ από την κύστη δεν βγαίνουν παρά μόνο λίγες σταγόνες ούρων. Η αντιμετώπιση της οξείας επίσχεσης γίνεται με εκκενωτικό καθετηριασμό της κύστης, με τον οποίο συνήθως παροχετεύονται περί τα 500-700 ml ούρων. Η χρόνια επίσχεση εγκαθίσταται προοδευτικά και συνήθως διαδράμει αθόρυβα. Ο ασθενής δεν αισθάνεται πόνο, αλλά μάλλον ένα υπερηβικό αίσθημα βάρους από το συνεχώς αυξανόμενο υπόλειμμα ούρων, το οποίο μπορεί να φθάσει το 1 lt ή ακόμη και τα 3 lt. Πολλές φορές, όταν η ενδοκυστική πίεση υπερνικήσει την αντίσταση της ουρήθρας παρατηρείται ακούσια έξοδος μικρών ποσοτήτων ούρων (ακράτεια από υπερπλήρωση). Η επισκόπηση και ψηλάφηση του υπογάστριου αποκαλύπτει υπέρμετρη διόγκωση της κύστης. Η χρόνια επίσχεση αντιμετωπίζεται με τμηματική κένωση της κύστης, ώστε να αποφευχθεί η λεγόμενη «αιματουρία εκ κενού» από την υπερδιάταση και ρήξη των αγγείων του κυστικού βλεννογόνου που ακολουθεί την ταχεία έξοδο μεγάλης ποσότητας ούρων. Η αθόρυβη κλινική εικόνα και η καθυστέρηση στην αναζήτηση ιατρικής βοήθειας είναι δύο από τις αιτίες για τις οποίες ασθενείς με χρόνια επίσχεση ούρων παρουσιάζονται στο γιατρό με αμφοτερόπλευρη υδρονέφρωση ή και χρόνια νεφρική ανεπάρκεια.