210-9604187 info@ourodiagnosi.gr

Αιματουρία

Είναι η κατάσταση κατά την οποία στη μικροσκοπική εξέταση του ιζήματος των ούρων ανευρίσκονται περισσότερα από 3 ερυθρά αιμοσφαίρια κατά οπτικό πεδίο. Η αιματουρία μπορεί να είναι μακροσκοπική, όταν τα ούρα χρωματίζονται ερυθρά, ή μικροσκοπική, όταν η παρουσία του αίματος αποκαλύπτεται μόνο μικροσκοπικά. Η αιματουρία οποιουδήποτε βαθμού είναι σοβαρό σύμπτωμα και στους ενηλίκους θα πρέπει να θεωρείται εκδήλωση κακοήθους νόσου του ουροποιητικού μέχρις αποδείξεως του εναντίου. Το συχνότερο αίτιο μακροσκοπικής αιματουρίας σε ασθενείς άνω των 50 ετών είναι ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης.

Πρέπει να τονιστεί, ότι το ερυθρό χρώμα των ούρων δεν οφείλεται πάντοτε στην παρουσία αίματος. Άλλες καταστάσεις που χρωματίζουν τα ούρα ερυθρά είναι η αιμοσφαιρινουρία, η μυοσφαιρινουρία, η λήψη διαφόρων φαρμάκων όπως η ριφαμπικίνη, η φαινολοφθαλείνη, οι φαινοθειαζίνες κ.α., η λήψη διαφόρων τροφών (παντζάρια, βατόμουρα) ή χρωστικών με τις τροφές (ροδαμίνη Β) κ.λπ. Στις περιπτώσεις αυτές, η γενική εξέταση ούρων αποκαλύπτει φυσιολογικό αριθμό ερυθρών.

Κατά τη διαγνωστική αξιολόγηση της αιματουρίας, ιδιαίτερη σημασία έχει ο προσδιορισμός των χαρακτήρων της, αν δηλαδή αυτή είναι:

-μακροσκοπική ή μικροσκοπική
-αρχική, τελική ή ολική
-επώδυνη ή ανώδυνη

Η μακροσκοπική αιματουρία είναι θορυβώδες σύμπτωμα που κινητοποιεί άμεσα τον ασθενή προς αναζήτηση ιατρικής βοήθειας. Στις περισσότερες περιπτώσεις ο ενδελεχής έλεγχος του ουροποιητικού αποκαλύπτει τελικά το υποκείμενο αίτιο. Αντίθετα, στη μικροσκοπική αιματουρία πολλές φορές δεν αναγνωρίζεται υποκείμενη παθολογία.

Η αιματουρία χαρακτηρίζεται ως αρχική, τελική ή ολική ανάλογα με το αν εμφανίζεται μόνο στην αρχή, μόνο στο τέλος ή σε όλη τη διάρκεια της ούρησης, αντίστοιχα. Η αρχική αιματουρία προέρχεται συνήθως από την ουρήθρα (όπως σε περιπτώσεις ουρηθρίτιδας, στενώματος κ.λπ.), ενώ η τελική υποδηλώνει παθολογία στον κυστικό αυχένα ή τρίγωνο, αφού η σύσπαση των δομών αυτών ωθεί προς την ουρήθρα την τελευταία ποσότητα ούρων. Τέλος, η ολική αιματουρία (που είναι και η συχνότερη) υποδηλώνει ότι η αιμορραγία προέρχεται από την ουροδόχο κύστη ή το ανώτερο ουροποιητικό. Θα πρέπει να τονιστεί, ότι ο διαχωρισμός αυτός είναι εν πολλοίς σχηματικός και πολλές φορές δεν αντανακλά με ακρίβεια την προέλευση της αιματουρίας, ιδίως αν η ποσότητα του αίματος είναι μεγάλη. Έτσι, μεγάλη αιμορραγία από τον αυχένα, π.χ., θα προκαλέσει μάλλον ολική παρά τελική αιματουρία.

Διαγνωστική σημασία μπορεί να έχει και η συνύπαρξη ή όχι πόνου με την αιματουρία (επώδυνη ή ανώδυνη αιματουρία, αντίστοιχα). Πόνος συνοδεύει συνήθως την αιματουρία σε περιπτώσεις λοίμωξης ή απόφραξης του ουροποιητικού. Έτσι, επώδυνη αιματουρία και ερεθιστικά κυστικά συμπτώματα παρατηρούνται στην κυστίτιδα, ενώ και ο κωλικός του ουρητήρα από ενσφηνωμένο λίθο πολλές φορές συνοδεύεται από αιματουρία. Τα καρκινώματα της κύστης, του νεφρού ή της αποχετευτικής μοίρας συνήθως προκαλούν ανώδυνη αιματουρία. Είναι όμως δυνατόν αθρόα αιμορραγία από το νεφρό ή τη νεφρική πύελο να οδηγήσει στη δημιουργία αιμοπηγμάτων, τα οποία μπορούν να προκαλέσουν κωλικό, λόγω απόφραξης του ουρητήρα.

Κατά την εκτίμηση μιας αιματουρίας πρέπει να αξιολογείται και η ανεύρεση πηγμάτων αίματος. Τα αιμοπήγματα είναι ένδειξη μεγάλης αιμορραγίας από το ουροποιητικό. Άμορφα αιμοπήγματα προέρχονται συνήθως από την κύστη ή τον προστάτη, ενώ η ανεύρεση επιμήκων (σκωληκοειδών) πηγμάτων οδηγεί τη διαγνωστική σκέψη προς την αιμορραγία από το ανώτερο ουροποιητικό, ιδίως αν συνυπάρχει οσφυϊκός πόνος.

Αιματουρία μπορεί να εκδηλωθεί και επί απουσίας ουρολογικού νοσήματος. Για παράδειγμα, διαταραχές της πήξης του αίματος ή άλλα αιματολογικά νοσήματα μπορούν να προκαλέσουν αιματουρία. Εξ άλλου, υγιή κατά τα άλλα άτομα που υποβάλλονται σε βαριά σωματική κόπωση παρουσιάζουν πολλές φορές παροδική πρωτεϊνουρία και αιματουρία. Και στις περιπτώσεις αυτές όμως, όπως και σε κάθε ασθενή με αιματουρία, είναι απαραίτητο να γίνεται λεπτομερής διαγνωστική μελέτη, στην οποία (εκτός από το ιστορικό και τη φυσική εξέταση) θα πρέπει να περιλαμβάνεται και απεικονιστικός έλεγχος (υπερηχοτομογράφημα, απλή ακτινογραφία ΝΟΚ ή και ενδοφλέβια ουρογραφία), καθώς και κυστεοσκόπηση για τον αποκλεισμό κακοήθους νόσου του ουροποιητικού.