Η συχνουρία είναι ένα από συχνότερα συμπτώματα του κατώτερου ουροποιητικού. Ο όρος υποδηλώνει αυξημένο αριθμό ουρήσεων κατά τη διάρκεια του 24ώρου. Φυσιολογικά, η λειτουργική χωρητικότητα της κύστης είναι περίπου 350-400 ml, ο δε ημερήσιος αριθμός ουρήσεων είναι 5-6. Αυξημένη συχνότητα ουρήσεων μπορεί να παρουσιαστεί «αντισταθμιστικά» όταν υπάρχει υπερπαραγωγή ούρων, όπως στο σακχαρώδη διαβήτη, τον άποιο διαβήτη ή την υπέρμετρη πρόσληψη υγρών. Στις περιπτώσεις αυτές, πλέον δόκιμος είναι ο όρος πολυουρία. Όταν η παραγόμενη ποσότητα ούρων είναι φυσιολογική, συχνουρία μπορεί να προκύψει από διάφορες καταστάσεις, όπως είναι η μείωση της διατασιμότητας της κύστης [είτε από ίνωση του τοιχώματος (όπως συμβαίνει στη φυματίωση, τη σχιστοσωμίαση, την ακτινική ή τη διάμεση κυστίτιδα), είτε από φλεγμονή]. Αυξημένο υπόλειμμα ούρων, όπως συμβαίνει π.χ. σε υπερπλασία προστάτη, προκαλεί συχνουρία, λόγω μείωσης της λειτουργικής χωρητικότητας της κύστης. Ένας επιπρόσθετος μηχανισμός ανάπτυξης συχνουρίας στην υπερπλασία προστάτη είναι η υπερτροφία του εξωστήρα μυός και η επακολουθούσα υπερλειτουργικότητα της κύστης (overactive bladder), η οποία παλαιότερα αποδιδόταν με τον όρο ασταθής κύστη (detrusor instability). Το καρκίνωμα in situ (CIS) της κύστης χαρακτηρίζεται από συχνουρία και γενικότερα από ερεθιστικά ενοχλήματα, τα οποία μάλιστα είναι εντονότερα όταν η νόσος είναι διάχυτη. Η συχνουρία μπορεί εξ άλλου να είναι απότοκος νευρογενούς κύστης ή λιθίασης, ενώ συχνά είναι ψυχογενής.
Ο όρος νυκτουρία υποδηλώνει ότι το άτομο ξυπνά περισσότερες από μία φορές κατά τη διάρκεια της νύκτας για να ουρήσει. Σύμφωνα με την ονοματολογία της International Continence Society (ICS) του 2002, η νυκτουρία (nocturia), ως σύμπτωμα, διαφέρει από τη νυκτερινή συχνουρία (night time frequency). Η τελευταία αναφέρεται στις ουρήσεις μετά τη νυκτερινή κατάκλιση, αλλά πριν το άτομο κοιμηθεί, καθώς και στις πρωινές ουρήσεις που εμποδίζουν το άτομο να κοιμηθεί πάλι εφ’ όσον το επιθυμεί. Όλες οι καταστάσεις που προκαλούν συχνουρία μπορούν να προκαλέσουν και νυκτουρία. Επιπροσθέτως, νυκτουρία χωρίς συχνουρία μπορεί να εμφανιστεί σε ασθενείς με συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια και οιδήματα των κάτω άκρων, επειδή, λόγω της νυκτερινής κατάκλισης, αυξάνεται ο ενδαγγειακός όγκος, βελτιώνεται η αιματική ροή στους νεφρούς και, κατά συνέπεια, αυξάνεται και η παραγωγή ούρων. Εξ άλλου, νυκτουρία παρατηρείται και σε υγιή άτομα που καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες υγρών ή αλκοολούχων και καφεϊνούχων ποτών το βράδυ, με επακόλουθη αύξηση της διούρησης (νυκτερινή πολυουρία). Συχνουρία χωρίς νυκτουρία θα πρέπει μάλλον να αποδοθεί σε ψυχογενή αίτια.
Επιτακτική ούρηση. Είναι η αιφνίδια, ισχυρή επιθυμία για ούρηση, την οποία το άτομο αδυνατεί να αναστείλει. Παρ’ ότι επιτακτική ούρηση μπορεί να παρατηρηθεί και σε αγχώδη άτομα χωρίς να υπάρχει υποκείμενη παθολογία, αυτή είναι συνήθως δευτεροπαθής. Συνήθεις καταστάσεις που την προκαλούν είναι οι οξείες φλεγμονές της κύστης, η υπεραντανακλαστική κύστη, καθώς και το υποκυστικό κώλυμα (π.χ. από υπερπλασία του προστάτη).
Δυσουρία ονομάζεται η κατάσταση κατά την οποία η ούρηση γίνεται με μεγάλη δυσκολία ή και πόνο. Η έναρξη καθυστερεί, η ροή των ούρων είναι μικρή και το βεληνεκές μειωμένο, ενώ σε σοβαρότερες περιπτώσεις το άτομο δεν ουρεί παρά μόνο λίγες σταγόνες ούρων. Δυσουρία παρατηρείται σε περιπτώσεις υποκυστικού κωλύματος (προστατικό αδένωμα, στένωμα της ουρήθρας, λιθίαση κ.λπ.). Στην αγγλική βιβλιογραφία ο όρος dysuria χρησιμοποιείται για να περιγράψει την επώδυνη ούρηση (καύσος κατά την ούρηση, painful burning urination) που μπορεί να συμβεί κατά τη διαδρομή μιας λοίμωξης.
Η μείωση του βεληνεκούς (ακτίνας) των ούρων είναι συνήθως απότοκος υποκυστικού κωλύματος (υπερπλασία προστάτη, στένωμα ουρήθρας κ.λπ.). Στα αρχικά στάδια η αύξηση της ενδοκυστικής πίεσης κατά τη διάρκεια της ούρησης εξουδετερώνει τις αυξημένες αντιστάσεις με αποτέλεσμα το βεληνεκές των ούρων να μη μεταβάλλεται σημαντικά. Με την πάροδο όμως του χρόνου ανατρέπεται αυτή η αντιρρόπηση και η ροή μειώνεται. Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι στις πλείστες των περιπτώσεων το άτομο δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσει τη μεταβολή στη ροή των ούρων, γιατί αυτή γίνεται προοδευτικά. Ένας αντικειμενικός τρόπος εκτίμησης της ροής είναι η ουροροομετρία (uroflowmetry) κατά την οποία καταγράφεται σε ειδική συσκευή η καμπύλη του όγκου των ούρων σε συνάρτηση με το χρόνο. Εκτός από τις περιπτώσεις υποκυστικού κωλύματος, μείωση του βεληνεκούς των ούρων παρατηρείται και σε υπολειτουργικό εξωστήρα, λόγω της μειωμένης συσταλτικότητας του μυός.
Καθυστέρηση στην έναρξη της ούρησης. Αποτελεί ένα από τα πρώιμα συμπτώματα του υποκυστικού κωλύματος. Παθοφυσιολογικά, η καθυστέρηση αντιστοιχεί στη χρονική περίοδο κατά την οποία η κύστη πραγματοποιεί παρατεταμένη σύσπαση με σκοπό να αντιπαρέλθει τις αυξημένες αντιστάσεις στην έξοδο των ούρων ώστε να ξεκινήσει η ούρηση.
Διακοπτόμενη ούρηση. Παρατηρείται συχνά σε υπερπλασία του προστάτη. Οι διακοπές κατά τη διάρκεια της ούρησης πιστεύεται ότι οφείλονται σε διαλείπουσα απόφραξη της ροής των ούρων από τους πλάγιους προστατικούς λοβούς.
Η σταγονοειδής αποβολή ούρων μετά το τέλος της ούρησης είναι αρκετά συχνή σε ασθενείς με υπερπλασία προστάτη. Οφείλεται σε μικρή ποσότητα ούρων που λιμνάζει στη βολβική ή την προστατική ουρήθρα. Φυσιολογικά, αυτή η ποσότητα συμπιέζεται προς την κύστη στο τέλος της ούρησης, σε ασθενείς όμως με υπερπλαστικούς προστατικούς λοβούς (που παρεμποδίζουν την παλινδρόμηση) αποβάλλεται με τη μορφή σταγόνων. Σταγονοειδής αποβολή ούρων παρατηρείται συχνά και σε ασθενείς μετά από ουρηθροπλαστική. Το σύμπτωμα, παρ’ ότι ενοχλητικό, δεν χρειάζεται ειδική αντιμετώπιση εκτός ίσως από τη συμπίεση της βολβικής ουρήθρας ώστε να αποβληθούν όλα τα ούρα.