Αποτελεί τυπικό σύμπτωμα διαφόρων οξέων και χρόνιων παθήσεων του ουροποιογεννητικού. Ο πόνος μπορεί να είναι είτε τοπικός, να εντοπίζεται δηλαδή στο πάσχον όργανο, είτε αντανακλαστικός ,να γίνεται δηλαδή αισθητός σε κάποια θέση μακριά από αυτό. Ο αντανακλαστικός πόνος είναι αρκετά συχνός στις ουρολογικές παθήσεις, εντοπίζεται δε σε θέσεις που έχουν κοινή νεύρωση με το πάσχον όργανο.
Οσφυϊκό άλγος
Νεφρικός πόνος
Τυπικά, ο νεφρικός πόνος εντοπίζεται στη σύστοιχη με τον πάσχοντα νεφρό πλευροσπονδυλική γωνία και κάτω από τη 12η πλευρά. Προκαλείται από απότομη διάταση της νεφρικής κάψας λόγω φλεγμονής ή απόφραξης. Ο πόνος φλεγμονώδους αιτιολογίας είναι συνήθως σταθερός, ενώ αυτός που οφείλεται σε απόφραξη έχει αυξομειούμενη ένταση, η οποία ακολουθεί τις περισταλτικές κινήσεις της αποχετευτικής μοίρας (κωλικός του νεφρού). Συχνά ο νεφρικός πόνος επεκτείνεται προς τον ομφαλό ή το σύστοιχο λαγόνιο βόθρο. Θα πρέπει να τονιστεί, ότι σε περίπτωση απόφραξης, η οξύτητα του πόνου σχετίζεται κυρίως με την ταχύτητα εγκατάστασης της απόφραξης και λιγότερο με το βαθμό διάτασης. Έτσι, παθήσεις που εξελίσσονται βραδέως και οδηγούν σε βαθμιαία διάταση της νεφρικής κάψας προκαλούν ελάχιστο ή καθόλου πόνο. Τέτοιες παθήσεις είναι οι όγκοι, η χρόνια πυελονεφρίτιδα, οι κοραλλιοειδείς λίθοι, οι πολυκυστικοί νεφροί κ.λπ.
Ο τυπικός κωλικός του νεφρού αρχίζει συνήθως σαν αίσθημα βάρους στη νεφρική χώρα, αλλά σύντομα εξελίσσεται σε οξύ άλγος με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό την απουσία συγκεκριμένης ανταλγικής θέσης. Πολλές φορές συνυπάρχει εφίδρωση, ναυτία, έμετοι ή μετεωρισμός. Ο πόνος μπορεί να υποχωρήσει αυτόματα και να επανεμφανιστεί μετά από κάποιο χρονικό διάστημα. Οξύς οσφυϊκός πόνος από απότομη διάταση της νεφρικής κάψας μπορεί να παρατηρηθεί και από υποκάψιο αιμάτωμα ή και νεφρική ισχαιμία εξ αιτίας αρτηριακού εμφράκτου ή φλεβικής θρόμβωσης.
Η διαφορική διάγνωση του νεφρικού πόνου θα πρέπει να γίνεται από ενδοπεριτοναϊκές παθήσεις, συνηθέστερα φλεγμονές ή ρήξεις ενδοπεριτοναϊκών οργάνων. Προς την κατεύθυνση αυτή σημαντική βοήθεια προσφέρει το ιστορικό και η κλινική εξέταση.
Ο νεφρικός πόνος θα πρέπει επίσης να διαφοροδιαγιγνώσκεται από εκείνον που προκαλείται από μηχανικό ερεθισμό νευρικών ριζών, συνήθως από παθήσεις της σπονδυλικής στήλης (ριζιτικός ή ψευδονεφρικός πόνος).
Ουρητηρικός πόνος (κωλικός του ουρητήρα)
Εμφανίζεται σε περιπτώσεις οξείας απόφραξης του ουρητήρα, συνηθέστερα από διέλευση λίθου ή αιμοπήγματος. Στις τυπικές περιπτώσεις περιγράφεται ως οξύ οσφυϊκό άλγος, από αιφνίδια διάταση της νεφρικής κάψας που επεκτείνεται κατά μήκος της πορείας του ουρητήρα προς το σύστοιχο λαγόνιο βόθρο και τα γεννητικά όργανα. Ο πόνος είναι κωλικοειδής, έχει δηλαδή αυξομειούμενη ένταση που ακολουθεί τον έντονο περισταλτισμό της νεφρικής πυέλου και του ουρητήρα στην προσπάθειά τους να άρουν την απόφραξη.
Η θέση ενός λίθου που προκαλεί απόφραξη του ουρητήρα μπορεί πολλές φορές να πιθανολογηθεί από την επέκταση του άλγους. Έτσι, κωλικοί από λίθο του άνω τριτημορίου, συνήθως επεκτείνονται προς το σύστοιχο όρχι, λόγω κοινής νεύρωσης του οργάνου αυτού με την ανώτερη αποχετευτική μοίρα (Θ11-Θ12). Όταν ο λίθος εντοπίζεται στο μέσο τριτημόριο, ο πόνος ακτινοβολεί προς το σύστοιχο λαγόνιο βόθρο, μιμούμενος οξεία σκωληκοειδίτιδα (δεξιά) ή οξεία εκκολπωματίτιδα (αριστερά). Τέλος, λίθοι του κάτω τριτημορίου και ιδιαίτερα της ενδοκυστικής μοίρας προκαλούν φλεγμονή και οίδημα του ουρητηρικού στομίου που μπορεί να οδηγήσουν σε ερεθιστική συμπτωματολογία (συχνουρία, επιτακτική ούρηση κ.λπ.), ενώ στους άνδρες, ο πόνος πολλές φορές γίνεται αισθητός και κατά μήκος της ουρήθρας προς το έξω στόμιο.
Η κλασσική κλινική εικόνα του κωλικού του ουρητήρα παρατηρείται στις περιπτώσεις ταχείας απόφραξης του αυλού του. Παθήσεις που εξελίσσονται αργά ή άλλες που αποφράσσουν μόνο μερικά τον ουρητηρικό αυλό (λ.χ. ενδοαυλικοί όγκοι) σπάνια προκαλούν πόνο.
Υπερηβικό άλγος
Ο πόνος της ουροδόχου κύστης εντοπίζεται στην υπερηβική περιοχή και είναι συνήθως αποτέλεσμα είτε οξείας διάτασης, είτε φλεγμονής του οργάνου. Η οξεία διάταση της κύστης (οξεία επίσχεση ούρων) προκαλεί έντονο και αγωνιώδη πόνο, ο οποίος συνοδεύεται από έντονη επιθυμία για ούρηση και ο οποίος παύει μετά από εκκενωτικό καθετηριασμό. Αντίθετα, η χρόνια επίσχεση ούρων δεν συνοδεύεται από οξύ πόνο αλλά από αίσθημα βάρους στο υπογάστριο, παρ’ ότι η περιεχόμενη ποσότητα ούρων μπορεί να υπερβαίνει το 1 λίτρο. Το γεγονός αυτό οφείλεται στη σταδιακή αύξηση της χωρητικότητας του οργάνου.
Η μικροβιακή φλεγμονή της κύστης (οξεία κυστίτιδα) είναι συχνότατη αιτία κυστικού πόνου, ο οποίος συχνά επεκτείνεται και προς την ουρήθρα. Την κλινική εικόνα της πάθησης συμπληρώνουν το καύσος κατά την ούρηση (επώδυνη ούρηση), τα ερεθιστικά συμπτώματα και η στραγγουρία (οξύς πόνος στο τέλος της ούρησης). Άλλες (σπανιότερες) αιτίες κυστικού πόνου είναι η διάμεση κυστίτιδα, η φυματίωση και η σχιστοσωμίαση. Η ίνωση του τοιχώματος της κύστης που προκαλείται από τις παθήσεις αυτές και η επακόλουθη μείωση της χωρητικότητάς της, οδηγεί σε υπερηβικό πόνο όταν η κύστη περιέχει ακόμη και μικρή ποσότητα ούρων. Ο πόνος αυτός χαρακτηριστικά υφίεται με την ούρηση.
Περινεϊκό άλγος
Ο προστατικός πόνος είναι συνήθως απότοκος φλεγμονής η οποία προκαλεί οίδημα και διάταση της προστατικής κάψας. Η οξεία προστατίτιδα προκαλεί συνήθως αίσθημα βάρους ή πίεσης στο περίνεο ή το ορθό, εξ αιτίας ερεθισμού των Ι2-Ι4 ριζών. Το αίσθημα αυτό πολλές φορές αφορά και την οσφυοϊερή περιοχή. Η πάθηση χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα θορυβώδη συμπτωματολογία με πυρετό, ρίγος, δυσουρία, συχνουρία ή και επίσχεση ούρων. Σε αντίθεση με την οξεία, η χρόνια προστατίτιδα χαρακτηρίζεται από άτυπη συμπτωματολογία που περιλαμβάνει κυρίως ερεθιστικά συμπτώματα, πολλές φορές όμως συνυπάρχει αίσθημα βάρους το περίνεο ή την οσφύ.
Πεϊκό άλγος
Ο πόνος στην περιοχή του πέους είναι συνήθως δευτεροπαθής και οφείλεται σε φλεγμονή της κύστης ή της ουρήθρας. Η παραφίμωση, μία κατάσταση κατά την οποία η ακροποσθία παγιδεύεται στη στεφανιαία αύλακα με επακόλουθο οίδημα της πόσθης και φλεβική συμφόρηση της βαλάνου, πολύ συχνά προκαλεί πόνο. Εξ άλλου, πεϊκός πόνος κατά τη διάρκεια της στύσης (επώδυνη στύση) προκαλείται από τη νόσο του Peyronie, αλλά και τον πριαπισμό.
Οσχεϊκό άλγος
Ο πόνος των οργάνων του οσχέου (όρχεως και επιδιδυμίδας) μπορεί να είναι πρωτοπαθής ή αντανακλαστικός. Συνηθέστερες αιτίες πρωτοπαθούς πόνου είναι οι φλεγμονές (ορχίτιδα, επιδιδυμίτιδα κ.λπ.), η συστροφή του σπερματικού τόνου και της κύστης του Morgagni και τα τραύματα. Μολονότι η παθολογική φυσιολογία των παθήσεων αυτών είναι τελείως διαφορετική, η κλινική τους εικόνα πολλές φορές αλληλεπικαλύπτεται, με αποτέλεσμα τη δημιουργία προβλημάτων διαφορικής διάγνωσης. Για παράδειγμα, η συστροφή συχνά είναι δύσκολο να διαχωριστεί από την οξεία ορχεοεπιδιδυμίτιδα μόνο με κλινικά κριτήρια, γιατί και οι δύο καταστάσεις χαρακτηρίζονται από παρόμοια συμπτωματολογία (αιφνίδια επώδυνη διόγκωση του όρχεως, ερυθρότητα και αυξημένη θερμοκρασία του οσχέου κ.λπ.). Πόνο στην περιοχή προκαλούν και διάφορες φλεγμονές του οσχεϊκού τοιχώματος, από τις πιο απλές, όπως διαπυηθείσες σμηγματογόνες κύστεις, μέχρι τις πιο σοβαρές, όπως η γάγγραινα του Fournier που είναι μία ταχέως εξελισσόμενη νεκρωτική φλεγμονή του υποδόριου ιστού. Η υδροκήλη, η σπερματοκήλη και η κιρσοκήλη δεν προκαλούν συνήθως οξύ πόνο (εκτός αν επιπλέκονται από φλεγμονή), αλλά ένα βύθιο πόνο ή τοπικό αίσθημα βάρους. Η κλινική εικόνα του καρκίνου του όρχεως χαρακτηρίζεται από ανώδυνη διόγκωση του οργάνου που εξελίσσεται προοδευτικά, στο 10% όμως των περιπτώσεων συνυπάρχει οξύς πόνος από ενδορχική αιμορραγία ή έμφρακτο.
Αντανακλαστικός πόνος στον όρχι παρατηρείται συνήθως σε περιπτώσεις απόφραξης του άνω τριτημορίου του ουρητήρα, όπως αναφέρθηκε και προηγούμενα. Εξ άλλου, το πρώτο σύμπτωμα μιας λοξής βουβωνοκήλης μπορεί να είναι αντανακλαστικός ορχικός πόνος.