Πόνος στους όρχεις
Ο πόνος των οργάνων του οσχέου (όρχεως και επιδιδυμίδας) μπορεί να είναι πρωτοπαθής ή αντανακλαστικός. Συνηθέστερες αιτίες πρωτοπαθούς πόνου είναι οι φλεγμονές (ορχίτιδα, επιδιδυμίτιδα κ.λπ.), η συστροφή του σπερματικού τόνου και της κύστης του Morgagni και τα τραύματα.
Μολονότι η παθολογική φυσιολογία των παθήσεων αυτών είναι τελείως διαφορετική, η κλινική τους εικόνα πολλές φορές αλληλεπικαλύπτεται, με αποτέλεσμα τη δημιουργία προβλημάτων διαφορικής διάγνωσης. Για παράδειγμα, η συστροφή συχνά είναι δύσκολο να διαχωριστεί από την οξεία ορχεοεπιδιδυμίτιδα μόνο με κλινικά κριτήρια, γιατί και οι δύο καταστάσεις χαρακτηρίζονται από παρόμοια συμπτωματολογία (αιφνίδια επώδυνη διόγκωση του όρχεως, ερυθρότητα και αυξημένη θερμοκρασία του οσχέου κ.λπ.).
Πόνο στην περιοχή προκαλούν και διάφορες φλεγμονές του οσχεϊκού τοιχώματος, από τις πιο απλές, όπως διαπυηθείσες σμηγματογόνες κύστεις, μέχρι τις πιο σοβαρές, όπως η γάγγραινα του Fournier που είναι μία ταχέως εξελισσόμενη νεκρωτική φλεγμονή του υποδόριου ιστού. Η υδροκήλη, η σπερματοκήλη και η κιρσοκήλη δεν προκαλούν συνήθως οξύ πόνο (εκτός αν επιπλέκονται από φλεγμονή), αλλά ένα βύθιο πόνο ή τοπικό αίσθημα βάρους. Η κλινική εικόνα του καρκίνου του όρχεως χαρακτηρίζεται από ανώδυνη διόγκωση του οργάνου που εξελίσσεται προοδευτικά, στο 10% όμως των περιπτώσεων συνυπάρχει οξύς πόνος από ενδορχική αιμορραγία ή έμφρακτο.
Αντανακλαστικός πόνος στον όρχι παρατηρείται συνήθως σε περιπτώσεις απόφραξης του άνω τριτημορίου του ουρητήρα, όπως αναφέρθηκε και προηγούμενα. Εξ άλλου, το πρώτο σύμπτωμα μιας λοξής βουβωνοκήλης μπορεί να είναι αντανακλαστικός ορχικός πόνος.
Το όσχεο είναι ένας σάκος από λεπτό δέρμα που κρέμεται κάτω από το πέος . Χωρίζεται σε δύο ημιόσχεα, καθένα από τα οποία περιλαμβάνει τον όρjχι, την επιδιδυμίδα και τον σπερματικό τόνο. Υπάρχει μια ποικιλία παθολογικών καταστάσεων στο όσχεο όπως:
Η υδροκήλη, δηλαδή η συλλογή υγρού στην κοιλότητα που περιβάλλει τους όρχεις και προκαλεί συνήθως ανώδυνη διόγκωση του οσχέου, ή αίσθημα βάρους ή τάσης. Μπορεί να είναι ιδιοπαθής ή δευτεροπαθής (συνηθέστερα μετά από κάποια φλεγμονή, τραυματισμό ή και όγκο του όρχεως ή της επιδιδυμίδας). Διακρίνεται σε υδροκήλη του όρχεως, όταν το υγρό περιβάλλει τον όρχι, υδροκήλη ή κύστη του σπερματικού τόνου, όταν το υγρό περιορίζεται στους χιτώνες του σπερματικού τόνου και συγγενή (επικοινωνούσα) υδροκήλη, όταν υπάρχει επικοινωνία με την περιτοναϊκή κοιλότητα, λόγω παραμονής ανοιχτού του ελυτροπεριτοναϊκού πόρου. Οι περισσότερες περιπτώσεις συγγενούς υδροκήλης διορθώνονται αυτόματα πριν τη συμπλήρωση του πρώτου έτους της ζωής.
Η θεραπεία της υδροκήλης είναι χειρουργική. Η ανάρρωση είναι γρήγορη, και ο ασθενής εξέρχεται την επόμενη μέρα από το νοσοκομείο.
Η κρυψορχία είναι μια κατάσταση κατά την οποία ο όρχις δεν βρίσκεται στη φυσιολογική του θέση μέσα στο όσχεο, αλλά σε κάποιο σημείο της φυσιολογικής του καθόδου από τον νεφρό προς το όσχεο και διαγιγνώσκεται εύκολα κλινικά.
Η κρυψορχία είναι ασυμπτωματική. Η κρυψορχία παρουσιάζει διάφορες μορφές: ψευδοκρυψορχία (ανασπώμενος όρχις), βουβωνική κρυψορχία, και κοιλιακή κρυψορχία.
Στην ψευδοκρυψορχία, ο όρχις που βρίσκεται ψηλά ψηλαφίζεται ανάμεσα στο όσχεο ή μέσα στο βουβωνικό πόρο και μπορεί να μετατοπιστεί εύκολα μέσα στο όσχεο. Η ιδιαιτερότητα είναι ότι σε ψυχρές συνθήκες ο όρχις βρίσκεται στη βουβωνική χώρα, ενώ σε ζεστές (π.χ. στο νερό της μπανιέρας και στο ζεστό κρεβάτι) μετακινείται στο όσχεο.
Στη βουβωνική κρυψορχία οι όρχεις ψηλαφίζονται στη βουβωνική χώρα αλλά δεν μπορούν να μετακινηθούν τόσο μακριά ώστε να φτάσουν στο όσχεο.
Στην κοιλιακή κρυψορχία ο όρχις δεν ψηλαφίζεται ούτε στο όσχεο ούτε στο βουβωνικό πόρο. Η κοιλιακή κρυψορχία επιβεβαιώνεται με υπερηχογράφημα στην κοιλιακή χώρα.
Απαιτεί χειρουργική αντιμετώπιση, η οποία είναι προτιμότερο να γίνεται έως την ηλικία των 2 ετών ώστε να μην υπάρξουν επιπλοκές.
Η επέμβαση λέγεται ορχεοπηξία και γίνεται με γενική αναισθησία. Οσο πιο ψηλά βρίσκεται ο όρχις, τόσο πιο δύσκολη και χρονοβόρα είναι η χειρουργική αντιμετώπιση.
Στην περίπτωση της ψευδοκρυψορχίας (ανασπώμενος όρχις) θα πρέπει να γίνει διάγνωση για το πόσες ώρες της ημέρας περνά ο όρχις στην κοιλιά και εκτίθεται σε υψηλές θερμοκρασίες, προκειμένου να αποφασιστεί αν θα γίνει ορχεοπηξία.
Ο καρκίνος των όρχεων είναι ένας σχετικά σπάνιος και σε μεγάλο ποσοστό θεραπεύσιμος καρκίνος αν διαγνωστεί στα αρχικά στάδια , ο οποίος δυστυχώς συνήθως εμφανίζεται σε εφήβους και νέους ηλικίας 15-35 ετών. Στις περισσότερες περιπτώσεις εμφανίζεται μια σκληρή διόγκωση στον όρχι, χωρίς πόνο, η οποία μπορεί να συνοδεύεται από υδροκήλη και απαιτεί άμεση χειρουργική αντιμετώπιση.
Η συστροφή είναι η συστροφή του σπερματικού τόνου, περιστροφή δηλαδή του όρχεως γύρω από τον άξονα του. Συνήθως εμφανίζεται σε παιδιά και εφήβους έως 18 ετών, μπορεί όμως να παρουσιαστεί και σε μεγαλύτερες ηλικίες. Προκαλεί έντονο πόνο, οίδημα στον όρχι και ερυθρότητα του οσχέου και απαιτεί επείγουσα χειρουργική αντιμετώπιση, καθώς μπορεί να προκαλέσει μέχρι και απώλεια του όρχι.
Η κιρσοκήλη είναι η κιρσοειδής διάταση των φλεβών του σπερματικού τόνου, που οφείλεται στην ανεπαρκή λειτουργία κάποιων βαλβίδων που βρίσκονται κατά μήκος του φλεβικού δικτύου. Είναι αρκετά συχνή κατάσταση και έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας μαλθακής μάζας πάνω και γύρω από τον όρχι , συνήθως χωρίς συμπτώματα, εκτός αν η κιρσοκήλη είναι μεγάλη, οπότε ο ασθενής μπορεί να αισθανθεί πόνο ή τράβηγμα στον όρχι. Εμφανίζεται συνήθως σε άτομα νεαρής ηλικίας και αποτελεί μία από τις πιθανές αιτίες υπογονιμότητας. Η αντιμετώπισή της είναι χειρουργική.
Η ορχίτιδα είναι φλεγμονή του όρχεως από ιούς και βακτήρια, προκαλεί πόνο, οίδημα στον όρχι, ερυθρότητα του οσχέου και υψηλό πυρετό και αντιμετωπίζεται με φαρμακευτική αγωγή.
Ιδιαίτερο κίνδυνο διατρέχουν οι άνδρες ηλικίας από 45 ετών, τα άτομα με μακροχρόνια χρήση ουροκαθετήρα, υποτροπιάζουσες λοιμώξεις ή χειρουργικές επεμβάσεις στον ουροποιητικό σωλήνα, ιστορικό λοίμωξης από βλεννόρροια ή άλλο αφροδίσιο νόσημα ή σεξουαλική επαφή με άτομο που πάσχει από αφροδίσιο νόσημα.
Ο πάσχων νιώθει πόνο στην περιοχή των όρχεων, ένα αίσθημα βάρους και απότομη διόγκωση στον ένα όρχι. Παρατηρείται επίσης ερυθρότητα, οίδημα και θερμότητα. Συχνά οι ασθενείς παραπονιούνται για αίσθημα κακουχίας, καυσουρία, δυσουρία, συχνουρία ή και υψηλός πυρετός. Κατά τη σεξουαλική επαφή ή την εκσπερμάτωση ο πάσχων μπορεί να νιώσει πόνο. Τα συμπτώματα διαρκούν αρκετές ημέρες.
Η θεραπεία συνήθως έγκειται στη χορήγηση αντιβιοτικών και αντιφλεγμονωδών φαρμάκων. Ο ασθενής θα πρέπει να ξεκουραστεί και να τοποθετήσει κρύα επιθέματα στην πάσχουσα περιοχή. Σε κάποιες περιπτώσεις ο πάσχων χρήζει χειρουργικής επέμβασης. Μετά τη χειρουργική επέμβαση ο ασθενής επανακτά τη σεξουαλική και οργανική του λειτουργικότητα μέσα σε 70 ημέρες.
Σε κάποιες σπάνιες και βαριές μορφές ορχίτιδας μπορεί να προκληθεί στειρότητα ή σμίκρυνση των όρχεων.
Η επιδιδυμίτιδα είναι η φλεγμονή της επιδιδυμίδας, του οργάνου δηλαδή που συνδέει τον όρχι με τον σπερματικό πόρο. Είναι ένας σωληνώδης σχηματισμός, μέσα από τον οποίο περνούν και ωριμάζουν τα σπερματοζωάρια που παράγονται στον όρχι, για να καταλήξουν στον σπερματικό πόρο. Αν παράλληλα υπάρχει φλεγμονή και στον όρχι, η νόσος ονομάζεται ορχεοεπιδιδυμίτιδα.
Μπορεί να εμφανιστεί σε όλες τις ηλικίες, αλλά πιο συχνά σε νέους άντρες ηλικίας 19 έως 35 ετών. είναι φλεγμονή της επιδιδυμίδας. Η επιδιδυμίτιδα συνήθως προκαλείται από την εξάπλωση κάποιας μικροβιακής λοίμωξης της ουρήθρας ή της ουροδόχου κύστης. Συνήθως, υπάρχει διαφορά στα μικρόβια που την προκαλούν ανάμεσα στους νέους και στους ηλικιωμένους άντρες. Πολύ σπάνια, επιδιδυμίτιδα μπορεί να προκαλέσει και το μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης.
Υπάρχουν κάποιοι παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης όπως πρόσφατες χειρουργικές επεμβάσεις στο ουροποιητικό (π.χ. διουρηθρική προστατεκτομή, περιτομή και κισροκήλη), η ύπαρξη μόνιμου ουροκαθετήρα, μετά από έντονη σεξουαλική επαφή χωρίς προφύλαξη ή με πολλαπλούς ερωτικούς συντρόφους
Τα συμπτώματά της είναι έντονος και οξύς πόνος, οίδημα στην περιοχή του όρχεως, πυρετός και προβλήματα κατά την ούρηση. Αντιμετωπίζεται με φαρμακευτική αγωγή.
Οι παραμελημένες φλεγμονές μπορεί να οδηγήσουν σε δημιουργία αποστήματος.
Η οσχεοβουβωνοκήλη δημιουργείται στο έσω βουβωνικό στόμιο, το σημείο από το οποίο κατεβαίνει ο όρχις για να φτάσει στην τελική του θέση στο όσχεο, οφείλεται συνήθως σε ανατομική ανωμαλία και αντιμετωπίζεται χειρουργικά. Συνήθεις είναι και οι τραυματισμοί στην περιοχή συνήθως σε νεαρά άτομα οι οποίοι μπορεί να οδηγήσουν σε σχηματισμό αιματώματος.
Οι κύστεις της επιδιδυμίδας και του σπερματικού τόνου αποτελούν απλούς κυστικούς σχηματισμούς οι οποίοι αν δεν έχουν μεγάλες διαστάσεις , συνήθως δεν προκαλούν κανένα σύμπτωμα και δεν χρειάζονται αντιμετώπιση.
Η σπερματοκήλη είναι μια μικρή, μαλακή κύστη που συσσωρεύει υγρό (ως επί το πλείστον σπερματοζωάρια) στο πάνω και πίσω μέρος του όρχι. Η μικρολιθίαση των όρχεων αποτελεί μια κατάσταση κατά την οποία εμφανίζονται στους όρχεις πολλαπλές διάσπαρτες αποτιτανώσεις, συνήθως δεν προκαλεί κανένα σύμπτωμα και διαγιγνώσκεται τυχαία. Η σημασία της διάγνωσής της έγκειται στο γεγονός ότι έχει συσχετισθεί με αυξημένη πιθανότητα ανάπτυξης καρκίνου στους όρχεις και για το λόγο αυτό πρέπει να γίνεται υπερηχογραφική εξέταση του οσχέου σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Διάφορες παθολογικές καταστάσεις, λιγότερο ή περισσότερο σοβαρές, αφορούν στο όσχεο. Ο υπέρηχος του οσχέου και το triplex οσχέου αποτελούν τις εξετάσεις πρώτης γραμμής για το σύνολο των καταστάσεων αυτών. Είναι εξετάσεις ανώδυνες, γρήγορες και αξιόπιστες και δίνουν άμεσα στον κλινικό ιατρό όλες τις απαραίτητες πληροφορίες που θα τον βοηθήσουν να θέσει τη σωστή διάγνωση σε προβλήματα που εντοπίζονται στο όσχεο.
Το υπερηχογράφημα οσχέου είναι μια εξέταση που ελέγχει τη θέση, το μέγεθος και η μορφολογία των όρχεων και των επιδιδυμίδων, ενώ με το triplex ελέγχει τη ροή του αίματος στα αγγεία της περιοχής, με στόχο τη διάγνωση των διαφόρων παθολογικών καταστάσεων.
Ο υπέρηχος και το triplex οσχέου μπορούν να μας δώσουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την ανατομία και την παθολογία του οσχέου άμεσα, εύκολα και έγκαιρα και θεωρείται ότι πρέπει να περιλαμβάνονται στον προληπτικό έλεγχο των ανδρών και ιδιαίτερα στις ηλικίες έως 40 ετών, λόγω της αυξημένης συχνότητας του καρκίνου των όρχεων στις ηλικίες αυτές, καθώς και λόγω του ότι σε αυτές τις ηλικίες ελέγχονται σε μεγαλύτερο ποσοστό και οι παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν τη γονιμότητα από την πλευρά του άνδρα.